Ιστορία

Η ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ζαρού φιλοξενεί ιδιαίτερης αξίας και εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικά στοιχεία με διαχρονικότητα που καλύπτει ίχνη ανθρωπίνων εγκαταστάσεων και παρουσίας από την Υστερομινωική περίοδο έως και σήμερα.
Η συνεχής παρουσία ανθρώπου οφείλεται στον πλούτο της φύσης της περιοχής και κυρίως στην ύπαρξη των μεγάλων πηγών που έως και σήμερα αποτελούν την βάση της τοπικής οικονομίας.
Η ανθρώπινη παρουσία και και εγκατάσταση ανθρώπων κατά τη Μινωική περίοδο τεκμηριώνεται από τα ευρήματα στον οικισμό Καλαθιανά (Θολωτοί Τάφοι) στην περιοχή του εγκαταλελειμμένου οικισμού Κούρτες (ίχνη υστερομινωικού οικισμού και τάφοι υστερομινωικής, πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής εποχής, 1400-1800 π.χ.)
Σημαντικά ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν το 1894 στη θέση "Άγιος Σάββας" από τον Ιταλό αρχαιολόγο Halber, βρίσκονται στο μουσείο Ηρακλείου.
Επίσης  τα ίχνη και ευρήματα υστερομινωικής περιόδου κοντά στις πηγές Βοτόμου αποδεικνύουν την συνεχή κατοίκηση της περιοχής σε όλη την έκτασή της.
Στη θέση του οικισμού Ζαρού πρέπει να βρισκόταν η αρχαία πόλη "Βήνη" η οποία ακμάζει κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο από την οποία καταγόταν ο ποιητής Ριανός ο Κρης.
Η αρχαία Βήνη στη συνέχεια εμφανίζεται υποτελής της Γόρτυνας και αρχίζει η παρακμή της. Η υποτέλεια της πρέπει να συνδέεται με τις ανάγκες της Αρχαίας Γόρτυνας σε νερό και την διεκδίκηση της εκμετάλλευσης των πηγών του Βοτόμου.
Τα διάσπαρτα ίχνη της ρωμαϊκής περιόδου αποδεικνύουν την συνέχιση της κατοίκησης της περιοχής με σημαντικότερα αυτά του ρωμαϊκού νεκροταφείου νότια του Ζαρού και εγκατάστασης στις Κούρτες. Το ρωμαϊκό Υδραγωγείο στη θέση "Στέρνα" και τα ίχνη του υπόγειου δικτύου μεταφοράς στην Γόρτυνα είναι τα σημαντικότερα μνημεία της περιόδου αυτής.
Στη συνέχεια η ιστορία της περιοχής συνδέεται άρρηκτα με αυτή της ρωμαϊκής Γόρτυνας έως και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες, τον 8ο αιώνα. Ο χριστιανισμός έχει κυριαρχήσει στη ρωμαϊκή Γόρτυνα, της οποίας πρώτος επίσκοπος είναι ο Άγιος Τίτος μαθητής του Αγίου Παύλου. Είναι πολύ πιθανόν η έντονη θρησκευτικότητα που παρουσιάζεται στην συνέχεια στην περιοχή του Ζαρού να συνδέεται και με την επιρροή του μεγάλου χριστιανικού κέντρου της Γόρτυνας στον γειτονικό και ευρύτερο χώρο της.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες το 961 και την κυριαρχία των βυζαντινών του Νικηφόρου Φωκά, η περιοχή του Ζαρού αποκτά μια έντονη σχέση με την Κων/νούπολη.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η σχέση συνδέεται με την ύπαρξη κάποιου βυζαντινού ευγενή στη περιοχή και ταυτόχρονα αρχίζει να αναπτύσσεται μια έντονη χριστιανική παράδοση στην περιοχή, η οποία αποτέλεσε ένα μεγάλο μοναστικό, θρησκευτικό κέντρο της Κρήτης με την ανάπτυξη των μοναστηριών του Βαρσαμόνερου, του Βροντησίου και του Αγίου Νικολάου.
Την περίοδο αυτή έως τον 12ο αιώνα φαίνεται να έχει διαμορφωθεί και το δίκτυο των βασικών οικισμών της περιοχής που καταλαμβάνει ο σημερινός δήμος Ζαρού.
Οι μεγάλοι οικισμοί που κατοικούνται έως και σήμερα, τα Βορίζια, ο Ζαρός, η Παναγιά,  οι Κούρτες και το Μορώνι εμφανίζονται στις πρώτες απογραφές της βενετσιάνικης περιόδου με σημαντικό αριθμό κατοίκων.
Η βενετσιάνικη περίοδος βρίσκει τις μονές Βαρσαμόνερου και Βροντησίου να είναι δύο από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα της Κρήτης όπου αναπτύσσεται και καλλιεργείται η κρητική Αγιογραφία. Σ'αυτό συνέβαλε και η παρουσία μεγάλων δασκάλων της Κρητικής Σχολής όπως ο Άγγελος, ο Δαμασκηνός και ο μικρογράφος Νικηφόρος Βενέτζας.
Στο Βροντήσι σύμφωνα με την παράδοση μαθήτευσε ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ο επονομαζόμενος   El Greco.
Την ίδια περίοδο με αυτή της άνθισης των ορθόδοξων μοναστηριών πρέπει να ιδρύθηκε και η καθολική Μονή  Φραγκισκανών στη θέση του εγκαταλελειμμένου σήμερα οικισμού Φραδιώ, νότια από το Μορώνι.
Από την Μονή που ήταν αφιερωμένη στη Παναγία των Αγγέλων σώζεται σήμερα το καθολικό με εμφανή γοτθικά στοιχεία.
Ίδιας περιόδου είναι και η εκκλησία της Παναγίας στον εγκαταλελειμμένο επίσης οικισμό Κυρμουσί όπου πρέπει να υπήρχε μοναστήρι, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα ίχνη γύρω από την εκκλησία.
Την περίοδο της ακμής της ακολουθεί η παρακμή εξαιτίας της κατάκτησης του νησιού από τους Τούρκους το  1669. Αρχίζει μια μακρά περίοδος διωγμών και καταστροφών που συνοδεύεται από συνεχείς επαναστάσεις ενάντια στους Τούρκους κατακτητές. Οι μονές ερημώνουν, το Βροντήσι γίνεται κέντρο των επαναστατών του Καπετάν Μιχάλη Κόρακα στα μέσα του 19ου αιώνα και οι διωγμένοι κάτοικοι της περιοχής βρίσκουν πολλές φορές καταφύγιο στο βουνό.
Ακόμα και σήμερα στη θέση "Κουτσουνάρα" και ανατολικά της εισόδου του φαραγγιού του Αγίου Νικολάου, διακρίνονται ίχνη από πρόχειρους οικισμούς που δημιουργήθηκαν κατά τις περιόδους των διωγμών.
Γέννημα θρέμμα του Ζαρού ήταν ο Καπετάν Δημήτρης Τσικριτσής, (Ζαρός 1839-Αρχάνες 1897). Ο ιστορικός Κριάρης, περιγράφοντας τον καπετάνιο, αναφέρει ότι ήταν ο αγαπητός οπλαρχηγός του Κόρακα, που πάντα εκτιμούσε το συγκροτημένο χαρακτήρα, τη δραστηριότητα, την αφοβία και την ανδρεία του Τσικριτσή.
Νέος και παράτολμος, με το αίμα να βράζει στις φλέβες, σαν λιονταρίσια καρδιά και με άφοβη την ψυχή του, έχοντας μέσα του την "κρητική κουζουλάδα" ορμούσε στη μάχη γεγονός που έκαμε και τον Κόρακα ακόμα να φοβάται μη χάσει αυτό το παλικάρι. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Αρχηγού Μιχ. Κόρακα προς τον Μαστραχά, που μας διασώζει ο Π. Κριάρης: "Φραγκίο, ο κοντοχωριανός σου είναι από τα καλλίτερα παλικάρια να τον συμβουλεύεις όμως να μην εκτίθεται τόσο πολύ στους κινδύνους...."
Την προσωπογραφία του Καπετάνιου λίγο πριν τον θάνατο του το 1897 στις Αρχάνες μας περιγράφει ο Κ.Χαριτάκης: "Ενθυμούμαι μόλις τον γηραιόν τούτον αγωνιστήν κατά την τελευταία επανάστασιν ιππεύοντα αρχοντικός με την χλωμήν όψιν του και σταθερούς δεικνύοντας οφθαλμούς του ότε μου τον έδειξαν.Διευθύνετο τότε εις Αρχάναις μετ΄αρκετών άλλων Μεσαριτών".
Μοναδική είναι η σκηνή του ηρωικού θανάτου του καπετάν Τσιγκριτσή, όπως την καταγράφει ο Η. Βουτιερίδης στο "Ημερολόγιο του Τάγματος Επιλέκτων Κρητών". Ο καπετάνιος σε ηλικία ήδη 58 χρόνων,.."ακάθεκτος έχων την μάχαιρα μεταξύ των οδόντων, πολύ προς των πολεμιστών του, ωρμά εναντίον των εχθρών." Χωρίς καμιά προφύλαξη καλπάζει εναντίον των Τούρκων και πέφτει, ηρωικά μαχόμενος, από τα βόλια των έχθρων που λυσσαλέα τρέχουν να σκυλεύσουν το νεκρό ήρωα, επισφραγίζοντας και με το θάνατο του το αγωνιστικό φρόνημα και τους αγώνες για τη λευτεριά μιας ολόκληρης ζωής. Έπεσε νεκρός στην μάχη των Αρχανών το 1897 την ίδια χρονιά που λευτερώθηκε η Κρήτη από τον τουρκικό ζυγό.
Η Κρήτη απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1897 και το 1913 ενώθηκε με την Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της περιοχής γνώρισαν την σκληρότητα της χιτλερικής κατοχής με το ολοκαύτωμα των Βοριζίων. Ο ιστορικός οικισμός καταστράφηκε ολοσχερώς εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης των κατοίκων του.
Βορειοανατολικά του οικισμού των Βοριζίων στις δασωμένες πλαγιές του Ψηλορείτη είχε τα λημέρια της η αντιστασιακή ομάδα του Πετρακογιώργη. Μετά την αιματηρή μάχη στη θέση Τραχήλι ανήμερα της Παναγίας (15 Αυγούστου) το 1943 οι Γερμανοί κατακτητές έκαψαν τα Βορίζια και οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν. Μετά την απελευθέρωση το υπουργείο ανοικοδόμησης έκτισε τον οικισμό των Νέων Βοριζίων στη θέση Βροντηράκι αλλά κανείς από τους κατοίκους δεν πήγε να μείνει σ'αυτόν αλλά όλοι επέλεξαν να ξανακτίσουν τις πατρογονικές τους εστίες στον κατεστραμμένο οικισμό.
Στα Βορίζια γίνονται κάθε 15 Αυγούστου γιορτές για να τιμηθεί η αντίσταση στις χιτλερικές δυνάμεις.
Στην θέση του νέου οικισμού Βοριζίων έμειναν τα ακατοίκητα σπίτια στα οποία ο δήμος Ζαρού σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Κρητικών Νεολαιών σχεδιάζει να δημιουργήσει το Διεθνές χωριό Κρητικής Νεολαίας, ένα χώρο ιστορικής μνήμης, συνεργασίας και δημιουργίας.


Πηγή: Τουριστικός οδηγός Δήμου Ζαρού 2006


Σπίτι Δ. Τσικριτσή



Φωτογ. υλικό : Ελένη Αναστασάκη


ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΟΡΙΖΙΩΝ


Βορίζια Ένα χωριό αγωνιστών
                                                                 Βοριζα 1943


Βόρεια του κάμπου της Μεσαράς στέκει χιονοσκέπαστος ο Ψηλορείτης (Ίδη), όπου οι πιστοί, από τη λίθινη εποχή μέχρι το 12ο αιώνα μ.Χ., ανέβαιναν με αφιερώματα για να τιμήσουν την Ορεία Μητέρα και το θείο βρέφος της Άνοιξης, τον Δία τον Κρηταγενή, στο Καμαραϊκό Σπήλαιο και στο Ιδαίον Άντρον, που βρίσκονται ακριβώς πάνω από το χωριό Βορίζια, και σε άλλα λατρευτικά σπήλαια της περιοχής, όπως ο Βουϊδόσπηλιος, στον οποίο μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες υπήρχε κατά τις μαρτυρίες των γεροντότερων ομοίωμα κεφαλής ταύρου.
Οι δασώδεις πλαγιές της Ίδης πάνω από το χωριό ήταν τόπος βοσκής από τη μινωική εποχή, αλλά και τόπος υλοτομίας, αφού η κρητική κυπάρισσος ήταν κατάλληλη για ναυπήγηση. Η περιοχή προμήθευε την αγορά της Φαιστού με κρέας, γάλα, τυρί, μαλλί, μέλι και βότανα. Υπήρχαν προφανώς συστάδες μιτάτων ή μικρών ποιμενικών οικισμών, που αργότερα συμπυκνώθηκαν σε οργανωμένες οικιστικές μορφές.
Οι σημερινοί κάτοικοι διατηρούν εμφανή τα σημάδια των παλαιοτέρων εποχών και ιδίως της δωρικής παρουσίας, μια που οι Δωριείς έγιναν κύριοι της Δυτικής και της Κεντρικής Κρήτης τον 8ο π.Χ. αιώνα. Αυτό φαίνεται στο τραχύ ύφος τους και στην πολεμική αρετή τους, αλλά κυρίως στο λιτό, σχεδόν λακωνικό, λόγο τους, με πολυάριθμες ελληνικές λέξεις από την εποχή εκείνη: αίγα, έγγαλα, αραγός, αγαστέρα, βρυσίδα, Τραχήλι, πυρόμαχος, αλληλομαχία, σύβιος, άγομεν, αφορούμαι, συνεικάζω, θέτω κ.λπ.

Βενετοκρατία
Στην πρώτη χαρτογράφηση των Βενετών, γύρω στο 1400, τα Βορίζια τα βλέπουμε ως ένα από τα χίλια περίπου χωριά της Κρήτης. Την εποχή εκείνη αρχίζουν να ακμάζουν τα δυο μοναστήρια στην περιοχή, του Βαλσαμόνερου και του Βροντισίου, ως σημαντικές σχολές κρητικής αγιογραφίας, όπου μεγαλούργησαν ζωγράφοι όπως οι Άγγελοι και ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, δάσκαλος του νεαρού τότε Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που μαθήτευσε κοντά του.
Σε αναφορά του 1594 από το Βενετό προβλεπτή Filippo Pasqualino, τα Βορίζια παρουσιάζονται ως χωριό που οι κάτοικοί του αρνήθηκαν να στρατολογηθούν στις γαλέρες των Βενετών ως αλυσοδεμένοι κωπηλάτες, με συνέπεια τις καταδίκες και άλλα δεινά (Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σ. 219).
Στην περιγραφή της Κρήτης από τον Francesco Barozzi (1577) αναφέρεται ως χωριό της Καστελανίας Καινούργιου (Σπανάκης Στέργ., Πόλεις και Χωριά της Κρήτης, τόμος Α’, Ηράκλειο 1989, σ. 196).


Τουρκοκρατία

Για την περίοδο αυτή έχουμε μεγάλη ιστοριογραφία για τα Βορίζια από μια πλειάδα ιστορικών (Βασ. Ψιλλάκης, Κ. Κριτοβουλίδης, Ι. Μουρέλος, Νικ. Σταυρινίδης, Νικ. Παναγιωτάκης). Το χωριό Βορίζια χαρακτηρίστηκε ως χωριό καπετάνιων. Έδωσε στον αγώνα 32 καπετάνιους και πριν από το 1821, αλλά κυρίως μετά, με προεξάρχοντες τους Κωνστ. Αεράτο, Φραγκιά Φραγκιαδάκη, Νικ. Μαλικούτη, Κωνστ. Λέκκα, Γεώργιο Ρωμανό, Αστρινό Χατζηδάκη, που οι περισσότεροι πολέμησαν και εκτός Κρήτης για την επανάσταση.
Ο Νικόλαος Μαλικούτης ήταν αρχηγός της Επανάστασης του 1821 στην Ανατολική Κρήτη. Μετά το θάνατό του (1830) τον διαδέχτηκε ο Μιχαήλ Κόρακας, που είχε πάντα δίπλα του ως συμπολεμιστή και υπαρχηγό τον Γεώργιο Ρωμανό.
Η περιοχή των Βοριζίων μέχρι του Ρούβα ήταν η βάση των καπεταναίων επαναστατών Κουρμούλη, Ρωμανού, Κόρακα, Τσικριτζή.
Τα Βορίζια λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν κατά την επέλαση του Χουσεΐν (1646), μαζί με τα κοντινά μοναστήρια, καθώς και κατά την Επανάσταση του 1866, όπως αναφέρει σχετικό δημοτικό τραγούδι. Επίσης, γνώρισαν τη λεηλασία και την καταστροφή από τον οργανωμένο στρατό των άγριων αγάδων της Μεσαράς του Ηρακλείου. Γνωστή ήταν και η πολύχρονη σύγκρουση των Βοριζανών με τους Αμπαδιώτες Τούρκους.

20ός αιώνας

Οι Βοριζανοί έλαβαν μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα, στο Μικρασιατικό Πόλεμο και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Αλβανικό Μέτωπο, Μάχη της Κρήτης), με αποκορύφωμα την αντίστασή τους κατά τη γερμανική κατοχή.
Στις 22 Μαΐου 1941, 25 Βοριζανοί αγωνιστές, με τον πρόεδρο της Κοινότητας Γεώργιο Καργάκη (Ψαρογιώργη), παίρνουν μέρος στη Μάχη της Κρήτης, στην περιοχή Σταυρωμένος Ηρακλείου. Τότε γίνονται οι πρώτες γνωριμίες με συμμάχους αξιωματικούς. Στη συνέχεια ο πρόεδρος της Κοινότητας, με τη βοήθεια των χωριανών του, αναλαμβάνει την περίθαλψη 200 συμμάχων στην περιοχή των Βοριζίων, αλλά και Ελλήνων πατριωτών επικηρυγμένων από τις Αρχές της Κατοχής, στους οποίους εξέδωσε πλαστές ταυτότητες για να αποφύγουν τις διώξεις.
Αμέσως μετά (1941) ο Γεώργιος Πετρακογιώργης από το Μαγαρικάρι, μαζί με πέντε Βοριζανούς, σχηματίζει τον πρώτο πυρήνα της αντιστασιακής του ομάδας, μιας ομάδας διαρκώς αυξανόμενης (70 οργανωμένοι, οι 25 στο βουνό) μαζί με ένα δίκτυο εκατοντάδων πατριωτών από τη γύρω περιοχή. Η ομάδα αυτή έμελλε να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην Αντίσταση της Κρήτης.
Συνεργαζόμενοι με άλλες ομάδες, όταν χρειάστηκε, με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και με τη Force 133, διεξήγαγε αποστολές στη Μέση Ανατολή (συμμάχων, αιχμαλώτων και αγωνιστών), παραλαβές υλικού από υποβρύχια, σαμποτάζ σε αυτοκινητοπομπές και σε αποθήκες πυρομαχικών, συμπλοκές και μάχες στην περιοχή του Ψηλορείτη, με κορυφαία τη μάχη στο Τραχήλι, στις 15 Αυγούστου 1943, πάνω από τα Βορίζια, εξαιτίας της οποίας στις 26 του ίδιου μήνα το χωριό πυρπολήθηκε από πεζοπόρο τμήμα και βομβαρδίστηκε με 21 βόμβες μεγάλης ισχύος. Το χωριό ισοπεδώθηκε

Την ημέρα της μάχης έγιναν συλλήψεις ανθρώπων που δε γύρισαν ποτέ και την ημέρα της πυρπόλησης του χωριού έγιναν εκτελέσεις. Η εκδικητικότητα των ναζί ήταν πρωτοφανής, επειδή είχαν δεκάδες νεκρούς και τραυματίες στην παραπάνω μάχη, αν και είχαν το πλεονέκτημα του κλοιού και την υπεροχή σε στρατό και οπλισμό (450 πάνοπλοι Γερμανοί είχαν κυκλώσει, με ενέδρα, 220 αντάρτες, ενώ στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονταν 3.500 Γερμανοί). Επίσης, επειδή σύσσωμο το χωριό είχε ταχθεί αλληλέγγυο στους αγωνιστές από την αρχή της Κατοχής. Αυτά εξάλλου φαίνονται καθαρά σε αναφορά του διοικητή Φρουρίου Κρήτης, στρατηγού Bruno Brauer, στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά «τα χωρία Βορίζια, Καμάρες, Λοχριά, Μαγαρικάρι κατεστράφησαν και εσβήσθησαν» και ότι «το χωρίον Βορίζια εβομβαρδίσθη και κατεστράφη» (Θεοδωράκης Ασκλ., Η Εθνική Αντίστασις Κρήτης 1941-1945, τόμος Β’, Ηράκλειο 1971, σ. 68). Τα Βορίζια, πέρα από το ολοκαύτωμα και την ισοπέδωση, πλήρωσαν βαριά το τίμημα της αντίστασης, με 15 νεκρούς και κατά καιρούς φυλακίσεις. Και οι νεκροί θα ήταν πολλοί περισσότεροι, αν συλλαμβανόταν ο κεντρικός πληθυσμός κατά τα πολυάριθμα μπλόκα.
Μετά την πυρπόληση του χωριού, οι Βοριζανοί διασκορπίστηκαν πρόσφυγες σε άλλα χωριά του νομού Ηρακλείου. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι περισσότεροι επέστρεψαν και άρχισαν να χτίζουν εξαρχής ένα νέο χωριό (Νέα Βορίζια) σε μια άλλη τοποθεσία, κάτω από τη Μονή Βροντησίου. Όμως σκοπιμότητες και γεγονότα σταμάτησαν τις εργασίες οικοδόμησης και οι κάτοικοι ξανάχτισαν τα σπίτια τους πάνω στις στάχτες του καμένου χωριού τους.
Την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα των Βοριζίων ανέλαβε ο υποστράτηγος FriedrichWilhelm Muller. Τότε γενικός διοικητής Φρουρίου Κρήτης ήταν ο στρατηγός Bruno Brauer, που υπογράφει και τις εκθέσεις για την καταστροφή των Βοριζίων, που αναφέραμε παραπάνω.
Το 1947 η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την έκδοση των δύο αυτών στρατηγών για να δικαστούν στην Ελλάδα. Καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο και εκτελέστηκαν στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 1947, ανήμερα της επετείου της Μάχης της Κρήτης.
Το χωριό Βορίζια, σύμφωνα με απόφαση της ελληνικής πολιτείας (ΦΕΚ 97/16-03-2000), χαρακτηρίστηκε Μαρτυρικό Χωριό.